Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῶν ἑταιρῶν

См. также в других словарях:

  • ισοτιμία — Η σχέση ανταλλαγής δύο νομισμάτων ή (παλαιότερα, όταν ίσχυε ο κανόνας του χρυσού) η σχέση ανταλλαγής ενός νομίσματος με τον χρυσό. Μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ι. Bretton Woods, που ίσχυσε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου έως …   Dictionary of Greek

  • Ampelomixia — (griech. ἀμπελομιξία; aus ἄμπελος, ámpelos, „Weinrebe“ und μείγνυμι, meígnymi, „vereinigen“) ist ein spätgriechischer Begriff, der satirisch den Geschlechtsverkehr mit Weinreben bezeichnet. Er tritt erstmals im 2. Jahrhundert n. Chr. beim… …   Deutsch Wikipedia

  • Κολλυτός — Αρχαίος δήμος της Αττικής που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή και βρισκόταν στο κέντρο της περιοχής της Αθήνας. Η ακριβής τοποθεσία του δεν είναι γνωστή, εικάζεται όμως ότι βρισκόταν στο σημείο όπου είναι η σημερινή Πλάκα ή η Αρχαία Αγορά. Ο κεντρικός… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… …   Dictionary of Greek

  • συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… …   Dictionary of Greek

  • ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… …   Dictionary of Greek

  • Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… …   Dictionary of Greek

  • Αμπελάκια — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 434 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις ΒΔ πλαγιές της Όσσας και αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας Ιστορία.Η ανάγνωση επιγραφών βεβαιώνει πως τα Α. υπήρχαν τον 16ο αι.· σε αυτή την εποχή φαίνεται να… …   Dictionary of Greek

  • Λομέ, συμβάσεις του- — Σειρά συμφωνιών που υπογράφηκαν μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) –και μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)– και των ονομαζόμενων χωρών ΑΚΕ (Αφρικής, Καραϊβικής, Ειρηνικού). Πριν από τις σ. του Λ. είχαν προηγηθεί οι δύο συμβάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Γλαυκίας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολυμπιονίκης (6ος αι. π.Χ.). Προς τιμήν του καθιερώθηκαν στα Πύθια έπαθλα αγώνων τραγουδιού με κιθάρα, αυλού και δρόμου παιδιών. 2. Αιγινήτης ανδριαντοποιός (5ος αι. π.Χ.). Φιλοτεχνούσε ανδριάντες νικητών των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»